- κατάδυσις
- κατάδυσιςdippingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδύσει — κατάδυσις dipping fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταδύσεϊ , κατάδυσις dipping fem dat sg (epic) κατάδυσις dipping fem dat sg (attic ionic) καταδύ̱σει , καταδύω go down fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδύσεις — κατάδυσις dipping fem nom/voc pl (attic epic) κατάδυσις dipping fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδύσεσι — κατάδυσις dipping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδύσεσιν — κατάδυσις dipping fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδύσης — κατάδυσις dipping fem nom/voc pl (doric aeolic) καταδύ̱σης , καταδύω go down aor part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάδυσιν — κατάδυσις dipping fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
погружение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (κατάδυσις) погружение в воду, церковный обряд, совершаемый при … Словарь церковнославянского языка
ειλεός — Το δεύτερο και τελικό τμήμα του λεπτού εντέρου· επίσης, η οξεία απόφραξή του. Ειλεοτυφλική βαλβίδα ονομάζεται ο σχηματισμός στο σημείο όπου ενώνονται ο ε. και το παχύ έντερο. ε. εκ χολολίθου. Απόφραξη του εντέρου. Προκαλείται από χολόλιθο, ο… … Dictionary of Greek
κατάδυση — Άθλημα, το οποίο συνίσταται στη γρήγορη και σύμφωνα με ορισμένους κανόνες βουτιά στο νερό από καθορισμένο ύψος. Οι διεθνείς και ολυμπιακοί κανονισμοί προβλέπουν βουτιά από ελαστικό βατήρα (τραμπλέν), που βρίσκεται 3 μ. πάνω από το νερό, και από… … Dictionary of Greek
ՄԱՅՐԻ 2 — ( ) NBH 2 0202 Chronological Sequence: Early classical, 6c ՄԱՅՐԻ. μάνδρα, κατοικητήριον, κατάδυσις spelunca, latibulum, recussus. որպէս Մորի. որջ, դադարք եւ բնակութիւն գազանաց յանտառս. *Եթէ տայցէ կարիւն առիւթու զձայն իւր ʼի մայրւոյ իւրմէ: Ո՞ւր են … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)